ζηλωμα

ζηλωμα
    ζήλωμα
    -ατος τό преимущ. pl.
    1) соперничество, борьба
    

(τὰ τῶν νέων ζηλώματα Aeschin., Anth.)

    2) предмет стремлений, слава, счастье
    

εἰ τέθνηκας, Ὀρέστα, ἐξ οἵων ζηλωμάτων ἔρρεις! Eur. — если ты умер, Орест, каких благ ты лишился!


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ζηλωμα" в других словарях:

  • ζήλωμα — ζήλωμα, τὸ (Α) [ζηλώ] 1. καθετί που επιδιώκεται με ζήλο 2. πληθ. τά ζηλώματα α) συνεκδ. καλή τύχη, ευτυχία β) οι προσπάθειες που γίνονται με ζήλο («τὰ τῶν νέων ζηλώματα», Αισχίν.) 3. συναγωνισμός, άμιλλα («ζήλωμα τῆς τῶν Ῥωμαίων ἀρετῆς», Αππ.) …   Dictionary of Greek

  • ζήλωμα — that which is emulated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωμάτων — ζήλωμα that which is emulated neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλώμασι — ζήλωμα that which is emulated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλώμασιν — ζήλωμα that which is emulated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλώματα — ζήλωμα that which is emulated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλώματος — ζήλωμα that which is emulated neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»